- δολιῶ
- δολίζωadulteratefut ind act 1st sg (attic epic doric)δολιόωdeal treacherously withpres subj act 1st sgδολιόωdeal treacherously withpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δολιώ — δολιῶ ( όω) (Α) 1. φέρνομαι σε κάποιον με πανουργία 2. είμαι δόλιος, πανούργος … Dictionary of Greek
Δολίῳ — Δόλιος crafty masc dat sg Δολίος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολίῳ — δόλιος crafty masc/neut dat sg δόλιος crafty masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δολίωι — Δολίῳ , Δόλιος crafty masc dat sg Δολίῳ , Δολίος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολίωι — δολίῳ , δόλιος crafty masc/neut dat sg δολίῳ , δόλιος crafty masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδίδω — ΝΜΑ, και παραδίνω Ν, παραδίδωμι και ποιητ. τ. παρδίδωμι Α 1. δίνω στα χέρια κάποιου, εγχειρίζω 2. δίνω κάτι στον δικαιούχο ή σε κάποιον άλλο (α. «παρέδωσα τις αποσκευές» β. «παραδέχεσθαι τὰ φερόμενα γράμματα καὶ παραδιδόναι», Ξεν.) 3. παρέχω,… … Dictionary of Greek